εναποπνέω

εναποπνέω
ἐναποπνέω (Α)
1. εκπνέω, πεθαίνω κάπου («ὅπως ταῑς πατρῴαις oἰκίαις ἐναποπνεύσωσι», Διόδ. Σικ.)
2. πεθαίνω σε μια περίσταση ή στη διάρκεια ενός έργου ή ευρισκόμενος σε μια κατάσταση («φιλοτιμότερον ἐμφυσῶν ἐναπέπνευσε τῷ αὐλῷ», Λουκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐναποπνεῦσαι — ἐναποπνέω expire in pres part act fem nom/voc pl (epic doric ionic) ἐναποπνέω expire in aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναποπνεύσωσιν — ἐναποπνέω expire in aor subj act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναπέπνευσαν — ἐναποπνέω expire in aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναπέπνευσε — ἐναποπνέω expire in aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναποπνεύσας — ἐναποπνεύσᾱς , ἐναποπνέω expire in pres part act fem acc pl (epic doric ionic) ἐναποπνεύσᾱς , ἐναποπνέω expire in pres part act fem gen sg (doric) ἐναποπνεύσᾱς , ἐναποπνέω expire in aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”